συμπεδώ

συμπεδώ
-άω, ΜΑ
δένω χειροπόδαρα
αρχ.
μτφ. (για παγετό) παραλύω τα μέλη, καθιστώ την κίνηση αδύνατη («καὶ τὰ ὑποζύγια συνεπήδησεν ἡ χιών», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πεδῶ «δεσμεύω, δένω» (< πέδη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”